...Ξάφνου κάτι φάνηκε σαν να σάλευε στη μέση του δρόμου που είχε αφήσει πριν λίγο.
Άρχισε να τρέχει σχεδόν. Ένας τοίχος παρουσιάστηκε μπροστά του, με δυο στενά περάσματα στα πλάγια. Δεν επιτρεπόταν καθυστέρηση. Έπρεπε να διαλέξει πάλι.
Το δεξιό πέρασμα, ανάμεσα απο παράγκες κι αποθήκες, κατέληγε σε αδιέξοδο.
Έκλεινε μ΄ένα μεγάλο, άσπρο τοίχο. Το αριστερό φαινόταν ανοιχτό και, διακόσια βήματα, έβγαζε σε κάποιο πλατύτερο δρόμο.
Ενώ σκεφτόταν να προχωρήσει προς το αριστερό στενό, αντιλήφθηκε στη γωνιά του μια ακίνητη σκιά. Θα ΄ταν κανένας που τον έβαλαν να περιμένει για να του κλείσει το δρόμο. Στάθηκε. Δίσταζε να προχωρήσει. Η παλιά συνοικία όπου βρισκόταν τώρα, ήταν ερημική.
Στάθηκε εκεί μην ξέροντας τι να κάνει, γιατί πίστευε πως η σκιά αυτόν παραμόνευε.
Η ώρα περνούσε. Μπορεί η σκιά εκείνη να ήταν ο Ιαβέρης με τους δικούς του. Χίλιες δυο σκέψεις στριφογυρνούσαν στο μυαλό του, σαν σκόνη που κάνει ασύλληπτους κύκλους από έναν ξαφνικό ανεμοστρόβιλο. Κλειστό το δεξιό πέρασμα. Στο άλλο παραφύλλαγαν. Σίγουρα θα έστειλε τον άνθρωπο αυτό ο ίδιος ο Ιαβέρης. Θα ήταν σκοπός. Η σκοτεινή σιλουέτα του διακρινόταν στο βάθος, που το φώτιζε το φεγγάρι. Αν τραβούσε μπρός, θα έπεφτε στα χέρια του. Αν έκανε πίσω, θα έπεφτε στα χέρια του Ιαβέρη. Πιάστηκε στο δίχτυ που ολοένα έσφιγγε περισσότερο γύρω του. Ύψωσε το απελπισμένο βλέμμα του στον ουρανό.....
Απο τους ΑΘΛΙΟΥΣ του ΒΙΚΤΩΡ ΟΥΓΚΩ
'Όσο θα υπάρχει, εξ΄αιτίας των /νόμων και των ηθών/ των κρατούντων, η κοινωνική αδικία, τα άλυτα αυτονόητα προβλήματα της κοινωνίας, όσο ο λαός μας θα είναι καταδικασμένος να πεθάνει απο κοινωνική ασφυξία, ΟΙ ΑΘΛΙΟΙ του ΟΥΓΚΩ θα μας θυμίζουν πάντα οτι η Αθλιότητα είναι το ρούχο του ανθρώπινου γένους.....
...ο Ενζολωράς ύψωσε για σημαία, στο διάτρητο απο τις σφαίρες τιμόνι του λεωφορείου, το τρύπιο και ματωμένο σακάκι του σκοτωμένου γέρου. Τους έλειπαν τα τρόφιμα, το ψωμί, το κρέας.
Οι ασήμαντες προμήθειες εξαντλήθηκαν, θα υπέφεραν την πείνα με κάθε τρόπο.
Ύστερα απο λίγες ώρες μια γυναίκα, η Ιωάννα, τριγυρισμένη στο οδόφραγμα απο τους αγωνιστές που της ζητούσαν ψωμί, τους φώναζε:
_ Θέλετε να φάτε; Γιατί; Είναι τρείς η ώρα. Στις τέσσερις θα ΄μαστε σκοτωμένοι......
Ίσως, στο τέλος έρθει η ώρα να πεταχτεί το κουρέλι τούτο και ν΄αντικατασταθούν, πάνω στο γυμνό κορμί του Ανθρώπου.. Λαού, τα απαίσια κουρέλια με μια μεγάλη πορφύρα......
Τετάρτη 5 Μαΐου 2010
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου