Το πρωί η πλατεία ανήκει στους γέροντες. Σκοτεινοί, χασομέρηδες, με σκούφους και ρούχα
σκουρόχρωμα, μαύρα, σταχτιά, πένθιμα-παλιού καιρού- σκέκονται εκεί. Βαρβαρόστομοι, βαρβαρόηχοι, με λόγο πολτοποιημένο, στριγκλό, τρεμουλιαστό, δυσάρεστο, ενοχλητικό, θλιβερό.
Κάθονται στα παγκάκια-περνούν το χρόνο τους, στα παγκάκια, κάποιοι όρθιοι.
Μιλούν συνήθως όλοι μαζί. Χάβρα. Είναι δυο- τρεις που δεν συμμετέχουν, επιδεικτικά, βλοσυρά, ένας
στην άκρη τραγουδάει, επαναλαμβάνει διακεκομμένα, μονότονα τη λέξη, αμπέ-λια.. αμπέ-λια...
Χειρονομούν, κραυγάζουν. Αριθμοί, χρήματα, ευρώ, δάνεια ,τράπεζες, επιδοτήσεις, φάρμακα, γιατροί, συνταγές, συντάξεις, ονόματα πολιτικών, υπουργών,τοπικών βουλευτών, ανάμεικτα μ' εκείνα των τηλεοπτικών αστέρων-των ερωτικών ειδήσεων και σκανδάλων. Χρήματα-το μάτι τους, το σάλιο τους. Τηλεόραση, Κόμματα, Πτώματα, λέξεις καινούργιες των ειδήσεων, μασέλες, χάσκουν, φτύνουν...
Δίπλα τους, πάνω τους στο κέντρο, το άγαλμα, ο πρόγονος, το μάρμαρο το λευκό.. Αλλού το βλέμμα του.
Το μεσημέρι αποσύρονται. Χάνονται. Η πλατεία αδειάζει..
Αργότερα, εμφανίζονται άλλες φυλές, εργατικές, κουρασμένες, ντόπιες, ξένες, περαστικές.
Κάθονται στα παγκάκια, βγάζουν σάντουιτς, σουβλάκια, μέσα απο πλαστικές σακούλες, τρώνε, κοιτάζοντας ανήσυχα δεξιά αριστερά, καχύποπτα, καταπίνουνε γρήγορα γρήγορα σαν κυνηγημένοι.
Πίνουνε ρετσίνες, κοκα-κολες, μπύρες, σκουπίζονται με τα χέρια, πετούν χαρτιά, κουτιά κάτω.
Κάποιοι όμως όχι, τα μαζεύουν προσεκτικά τα ρίχνουν στα καλάθια, ψάχνουν τη βρύση, πλένουν χέρια, το πρόσωπο, σκουπίζονται με το ρούχο, με το πουκάμισο. Δεν μιλούν μεταξύ τους, ακόμα κι αυτοί που έρχονται παρέα, μονο νεύματα, χειρονομίες κοφτές..
Αφού φάνε και πιούν, στρώνουν μαξιλάρι τα ρούχα τους, τα μπαγκάζια,, ξαπλώνουν στα παγκάκια. Φτάχνουν αυτοσχέδια όργανα, παίζουν μουσικές, σκοπούς άγνωστους. Άλλοι ανεβαίνουν πάνω στο παγκάκι σαν το πουλί στο βράχο, το βλέπεις, το καταλαβαίνεις, έχουν έρθει απο μακρυά, στέκονται ώρα πολλή έτσι, μουρμουρίζουν λόγια ακατάληπτα, σκοτεινά, ανερμήνευτα, ξερά στα χείλη, στο μάτι υγρά..
Καπνίζουν. Ταξιδεύουν. Αργά το απόγευμα, φεύγουν. Διωγμένοι, προγκισμένοι. Όλοι.
Το άγαλμα ξένο. Άγνωστο.
Αμέσως μετά καταφτάνουν οι πιτσιρικάδες, φωνές, γέλια, χρώματα, πατίνια, σκέιμπορντ, ρόδες, τσάντες, τατουάζ, σανίδες. Με την τρισύλλαβη λέξη, σκουλαρίκι, σκουλήκι στη γλώσσα-Εθνικός 'Υμνος. Αγόρια, κορίτσια μαζί, προσευχή, sms, αντίχειρας θεός, γρήγορος, σβέλτος, πεταχτός, κεραυνοβόλος. Λέξεις, λόγια, ρούχα, μόδες,τόσο καινούργια τόσο παλιά. Φιλιά, φιλίες, ζήλιες,
ζαβολιές, κλάματα,κλοτσιές, αγκαλιές, sms, sms, λέξεις ασήμαντες , σημαντικές. Το κινητό, πουλί στο χέρι, στην παλάμη. Χτυπημένο μικρό πουλί, σπαρταράει. Το κινητό. Οι κωδικοί. Τα φιλιά η αναζήτηση στα χχ. Τα λόγια γραμμένα αλλιώς, αλφάβητο γκρεμός. Βρές με. Είμαι. Είμαι κάθε βράδυ εκεί στην πλατεία, στο δάσος, στα φώτα ψηλά, στις κολόνες, στα φύλλα θροίζω, λέξη καινούργια, στη σελήνη. Νερό. Βρές με. Είμαι. Στο Άγαλμα..
Τις μικρές ώρες, βγαίνουν τα μεγάλα βάσανα.
Αργά πολύ αργά έρχονται. Χαμένοι χρόνια μέσα στα σπίτια τους, κρυμμένοι μέσα στους θάμνους, τα φύλλα που πέφτουν, σαπίζουν, βγαίνουν μετά τα μεσάνυχτα, όταν η πλατεία είναι αδειανή. Σκυλιά,
λύκοι, αρνάκια του θεού, έτοιμα για όλα, για όλους. Μυρίζουν, οσμίζονται τον αέρα, ξέρουν την οσμή, την μυρουδιά, το μαύρο και τη μοίρα τους. Γνωρίζουν το μερτικό τους, τον κλήρο τους, την τύχη τους. Ξέρουν ποιοί πέρασαν, ποιοί κάθισαν, τι είπαν, τι έκαναν, τι έπαθαν, τι μαρτύρησαν, τι έδωσαν, τι πήραν. Ξέρουν. Ξέρουν το τσάκισμα, το γονάτισμα, το μοίρασμα στο μυστικό δείπνο. Γνωρίζουν το κρύο, το κοκάλωμα, το μάρμαρο, τη σκόνη τη λευκή, το Άγαλμα....
Στις μικρές Πλατείες η Ελλάδα αναστενάζει...
Απο ένα γραπτό του Θοδωρή Γκόνη..
Κυριακή 21 Μαρτίου 2010
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου