Σηκώθηκα,ξαναπλάγιασα, ξανασηκώθηκα, φόρεσα τα παπούτσια μου, έκοβα βόλτες στο σκοτάδι, ξαναπλάγιασα πάλι, αγωνίστηκα και πάλευα με το φόβο και με την οργή ως τα χαράματα και τότε με πήρε επιτέλους ο ύπνος.
Όταν άνοιξα τα μάτια μου ήτανε μέρα μεσημέρι, μου φάνηκε πως θάπρεπε νάταν δώδεκα. Φόρεσα τα παπούτσια μου, τύλιξα πάλι την κουβέρτα μου κι έβαλα μπροστά δρόμο για την πολιτεία. Ούτε και σήμερα δεν είχε ήλιο και κρύωνα σα σκυλί.Τα πόδια μου ούτε τάνιωθα καθόλου κι από τα μάτια μου τρέχανε δάκρυα, σα να μη μπορούσαν να βαστάξουν το φως.
Ήτανε τρείς η ώρα. Άρχισα πια να υποφέρω αβάσταχτα από την πείνα, με πιάνανε ανακατομάρες, που τραβιόμουνα κρυφά σε καμιά γωνία και ξερνούσα. Τράβηξα σα χαμένος κάτω κατά το οικονομικό συσσίτιο,διάβασα απόξω στην είσοδο τη λίστα και κούνησα επιδειχτικά τους ώμους μου. Δεν ετρεφόμουνα εγώ με πάστες και με λαρδί, από κεί έφυγα και τράβηξα κάτω στην πλατεία του σιδηροδρόμου.
Μια αλλόκοτη ζαλάδα μ' έπιασε ξαφνικά, εξακολουθούσα να προχωρώ μη θέλοντας να δώσω προσοχή σε τούτο. Μα ολοένα και χειροτέρευα ώσπου στο τέλος αναγκάστηκα να κάτσω σε κάτι σκαλοπάτια. Ο εαυτός μου πάθαινε κάποια μεταμόρφωση, κάποιος ιστός στο μυαλό μου είχε κοπεί, η αναπνοή μου πιανότανε και τάχα χάσει. Μολοντούτο είχα τις αισθήσεις μου. Αισθανόμουνα πως το αφτί μου μ' ενοχλούσε. Όταν περνούσε κανένα πρόσωπο που να είχα σχέσεις κάποτε, το αναγνώριζα αμέσως, σηκωνόμουν και χαιρετούσα.
Τι νέο βάσανο λοιπόν ερχότανε να προστεθεί, στις τόσες δυστυχίες μου; Μην είχα αρρωστήσει που κοιμήθηκα στο υγρό χώμα; Ή μήπως έφταιγε που δεν είχα κολατσίσει ακόμα τίποτα; Α, ΄όχι, αυτή δεν ήτανε ζωή, μα τα άγια πάθη του Χριστού δε μπορούσα να καταλάβω, τι είχα κάμει για να τραβώ όλα τούτα. Και μούρθε ξαφνικά στο μυαλό ν' αλλάξω κι εγώ αμέσως διαγωγή. Να γίνω λωποδύτης, να πάω στου μπάρμπα το ενεχυροδανειστήριο, την ξένη κουβέρτα να σηκώσω λεφτά. Θα την έβανα ενέχυρο για μια κορόνα και θάχα να πληρώσω τρία καλά γεύματα, έτσι θα περνούσα ώσπου να οικονομιότανε τα πράγματα. Τι όμορφη ιστορία που θα σκάρωνα του Χάνς Πάουλι! Τραβούσα πια ίσια κατά το ενεχυροδανειστήριο, προχωρούσα βιαστικά, μα στην πόρτα δίστασα, κούνησα το κεφάλι και πισωγύρισα.
Όσο απομακρυνόμουν, τόσο χαιρόμουν που δεν είχα υποχωρήσει στον πειρασμό. Το αίσθημα της εντιμότητας μου μ' έκανε να πλημμυρώ από υπερηφάνεια. Απολάμβανα γλυκύτατη χαρά που ήμουν χαρακτήρας, που ήμουνα ένας λευκός φάρος στη μέση μιας λασπωμένης θάλασσας ανθρώπων, μιας θάλασσας που δεν αρμενίζανε παρά ναυάγια. Να μεταχειριστείς το αγαθό του πλησίον σου για ένα δείπνο, είναι σα να υπογράφεις την καταδίκη του ίδιου του εαυτού σου. Σα να σημαδεύεις την ψυχή σου με πυραχτομένο σίδερο και προσάπτεις το πρώτο στίγμα στην εντιμότητά σου.
Χώθηκα κάτω από μια είσοδο, ζωήρεψα το χρώμα του παντελονιού μου με σάλιο για νάμαι πιο ευπαρουσίαστος, έκρυψα την κουβέρτα μου πίσω από ένα κασόνι και μπήκα στο μικρομάγαζο.
-Ήθελα να δω τον κ. Κρίστιε, είπα.
-Εγώ είμαι αυτός είπ' εκείνος.
-Είχα στείλει μια επιστολή, εάν ήθελε να με προσλάβει
Ξανάπε το όνομά μου δυό φορές κι άρχισε να γελάει. Α! εσείς είστε. Έβγαλε την επιστολή μου από την τσέπη του.
-Λάβαίνετε τον κόπο να κοιτάξετε μου είπε. Πόσο προσέχετε στα νούμερα! Εβάλατε στην επιστολή σας ημερομηνία 1848! Είχε σκάσει στα γέλια.
-ήμουν πολύ στενοχωρημένος....Είχα αλλού το νου μου..μια στιγμή αφηρημάδας..
-Πρέπει να ξέρετε πως εμένα μου χρειάζεται προπάντων ένας άνθρωπος που να μην κάνει λάθος στα νούμερα. Λυπάμαι γράφετε πολύ καλά, το γράμμα σας μου άρεσε πάρα πολύ, μα..
Περίμενα. Δεν θα ήταν αυτό η τελευταία του λέξη.
-Βεβαίως ήταν μια αδεξιότης, μια λυπηρή αδεξιότης, αλλά φυσικά αυτό δεν θα επαναλαμβάνετο, και αυτό το μικρό λαθάκι, δεν σήμαινε βέβαια ότι δεν ήμουν περίφημος για να τηρώ βιβλία..
-Δε λέω όχι, αλλά αυτό το σφάλμα μου φάνηκε πολύ χοντρό, βρήκα αμέσως άλλο λογιστή..........
Έφυγα θυμωμένος και οργισμένος. Για ποιο λόγο ν' αποτυχαίνω σε ότι ποθούσα, σε ότι επεδίωκα με τόση επιμονή; Γιατί να γράψω 1848. Πως διάολο ήρθε στο μυαλό μου αυτή η καταραμένη ημερομηνία;
Και τώρα πεινούσα, ένοιωθα πως έχανα τις δυνάμεις μου..εξασθενούσα σωματικά και ηθικά........
Από το βιβλίο του Κνουτ Χάμσουν η ΠΕΙΝΑ..........
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου